ἀκινησίαν

ἀκινησίαν
ἀκινησίᾱν , ἀκινησία
absence of motion
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συστρώννυμι — και συνστρώννυμι ΜΑ, και συστορέννυμι και συστορνύω Α 1. απλώνω, στρώνω μαζί («συνέστρωσε πάντα», Αριστε.) 2. (κατ επέκτ.) εξομαλύνω («ἐς ὁμαλότητά τινα καὶ ἀκινησίαν ἅπαντα συνέστρωντο», Ευνάπ.) αρχ. στρώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”